Η ξένη γλώσσα στην προσχολική ηλικία
Στις μέρες μας είναι ίσως άσκοπο να δικαιολογήσει κανείς γιατί μια ξένη γλώσσα είναι απαραίτητη πια.Το ξέρουμε, το νιώθουμε γύρω μας, είναι μια καθημερινή πραγματικότητα για όλους. Από τα υψηλόβαθμα στελέχη που συμμετέχουν σε συνέδριο πολυεθνικής, ως τον πιτσιρικά που απορροφημένος στο παιχνίδι του εκστασιάζεται μπροστά στον υπολογιστή, όλοι χρησιμοποιούν μια ξένη γλώσσα – στον βαθμό που αυτή τούς είναι απαραίτητη.
Ας τα πάρουμε από την αρχή.
Μπορεί;
Πρώτα πρώτα, μπορεί ένα μικρό παιδί προσχολικής ηλικίας ν’ αρχίσει να μαθαίνει μια ξένη γλώσσα παράλληλα με τη μητρική του; «Ναι», μας λένε οι ειδικοί. Άλλωστε, η απόδειξη υπάρχει ζωντανή τριγύρω μας: παιδιά με αλλοδαπό τον ένα από τους δύο γονείς που μιλούν την ξένη γλώσσα μαζί του, και φυσικά Ελληνικά με όλους τους άλλους. Παιδιά οικονομικών μεταναστών που μιλούν τη γλώσσα των γονιών τους στο σπίτι, και Ελληνικά με τους άλλους μπόμπιρες στη γειτονιά. Οι ειδικοί μάς προειδοποιούν ότι είναι δυνατόν τα παιδιά αυτά, αν οι δυο γλώσσες εισαχθούν παράλληλα σε πολύ μικρή ηλικία (1-2 χρονών, όταν δηλαδή η ομιλία ως λειτουργία βρίσκεται στα πρώτα της στάδια) να εμφανίσουν μιαν αργοπορία και στις δύο γλώσσες, ή κάποιο «μπέρδεμα» στις λέξεις που χρησιμοποιούν. Αυτό όμως γρήγορα ξεπερνιέται και δεν πρέπει να μας ανησυχεί, μας πληροφορούν. Κι αφού σ’ αυτήν την ηλικία μαθαίνει κανείς πολύ πιο εύκολα, μπορούμε, αν θέλουμε, άφοβα ν’ αρχίσουμε μια ξένη γλώσσα σ’ ένα μικρό παιδί. Ωραία!
Με ποιες προϋποθέσεις;
Το θέμα είναι πολύ λεπτό και όχι τόσο απλό όσο φαίνεται εξαρχής. Γιατί, στην περίπτωση των οικονομικών μεταναστών ή του ενός αλλοδαπού γονιού, που αναφέραμε παραπάνω, οι δύο γλώσσες «κυκλοφορούν» αβίαστα γύρω από το παιδί, σα φυσική προέκταση αυτών που τις μεταχειρίζονται, και που είναι ήδη ενταγμένοι ως άτομα στον κόσμο του. Στην περίπτωση όμως που η ξένη γλώσσα εισάγεται «τεχνητά», ο άνθρωπος που αναλαμβάνει το έργο αυτό, «ο δάσκαλος», είναι σημαντικότατος παράγοντας.
Ας σταθούμε λίγο εδώ. Μιλάμε πάντα για ένα μικρό παιδί προσχολικής ηλικίας που ακόμα μαθαίνει τη μητρική του γλώσσα, που δε γράφει και δε διαβάζει. Όμως ακούει, καταλαβαίνει, μιλάει. Είναι ίσως μία από τις πιο καθοριστικές ηλικίες στη ζωή του παιδιού μας. Ο κόσμος του όλος χτίζεται τώρα. Τι ακούει και πώς το καθοδηγούν να μιλήσει είναι πρωταρχικής σημασίας.
Στο δάσκαλο της ξένης γλώσσας διαλέξτε προσωπικότητα, όχι γνώσεις
Δυστυχώς, δεν υπάρχουν ειδικά εκπαιδευμένοι δάσκαλοι ξένων γλωσσών για την προσχολική ηλικία. Υπάρχουν, βέβαια, άνθρωποι που έχουν ασχοληθεί χρόνια με μικρά παιδιά και έχουν πείρα. Είναι ίσως το πλησιέστερο στο καλύτερο που μπορούμε να ελπίζουμε. Πέρα όμως κι από την πείρα, η προσωπικότητα του ανθρώπου αυτού είναι κάτι που θα επηρεάσει σημαντικά τόσο την όρεξη, άρα και την απόδοση του παιδιού, όσο και ολόκληρη την προσωπικότητά του. Μια νέα, κεφάτη κοπέλα, με φαντασία, που αγαπάει τα παιδιά και έχει όρεξη ν’ ασχοληθεί μαζί τους, είναι ίσως ο πιο κατάλληλος να μεταδώσει τη μητρική της γλώσσα σε ένα παιδί. Να παίξει μαζί του, γιατί βασικά μέσα από το παιχνίδι μαθαίνει το παιδί σε αυτήν την ηλικία. Να του μάθει τραγούδια, να κοιτάξουν μαζί βιβλία με εικόνες και να φτιάξουν ιστορίες γι’ αυτές, να πάνε στο πάρκο και να χαζέψουν τις πάπιες μιλώντας για ζώα και πουλιά…
Αν το παιδί σας αισθάνεται ωραία όταν βρίσκεται με αυτόν τον άνθρωπο, θα νιώσει την ανάγκη, αβίαστα, να επικοινωνήσει μαζί του. Αλλιώς, η σχέση παραμένει ψυχρή, η έννοια της «διδασκαλίας» αυτοαναιρείται, και μπορεί κάλλιστα να γίνουμε μάρτυρες στη θλιβερή σκηνή πολλών γονιών που υπερήφανοι ρωτούν το βλαστάρι τους:
– Πώς λένε τον σκύλο Αγγλικά;
– Ντογκ!
– Και τη γάτα;
– Κατ!
– Κι εγώ ποιος είμαι;
– Ο Ντάντι!
Μπράβο! Έμαθε πέντε σκόρπιες λέξεις με τη «δασκάλα», αλλά δε θα έπρεπε να είναι αυτό το ζητούμενο.
Αν είστε όμως τυχεροί και βρείτε τον άνθρωπο που μπορεί να ασχοληθεί δημιουργικά με το παιδί σας, μαθαίνοντάς του συγχρόνως την ξένη γλώσσα, μπορείτε να συνεχίσετε έτσι ως τα 5 του χρόνια, οπότε θα πάει στο νηπιαγωγείο.